εκτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση 2. φρ. α) «εκτελεστικό απόσπασμα» μικρή στρατιωτική δύναμη στην οποία ανατίθεται η θανατική εκτέλεση καταδίκου β) «εκτελεστική εξουσία» η μία από τις τρεις εξουσίες τού δημοκρατικού πολιτεύματος … Dictionary of Greek
εκτελεστικός — ή, ό 1. που με αυτόν εκτελείται κάτι, που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση: Εκτελεστικό απόσπασμα. 2. το ουδ. ως ουσ., εκτελεστικό διοικητική αρχή, που μαζί με το βουλευτικό αποτελούσε την «Προσωρινή Διοίκηση» στην επανάσταση του 1821 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερίφης — Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek